σκληρότης

σκληρότης
σκληρότης, ητος, ἡ (σκληρός; Antiphon, Pla. et al.; LXX, Philo; Jos., Ant. 3, 2) hardness (of heart), stubbornness as a human characteristic (Pla., Rep. 3, 410d; 10, 607b; Aristot., Poet. 15, 11; Dt 9:27; Philo, Spec. Leg. 304) Ro 2:5. Of the spirit of harshness, roughness w. which the Holy Spirit cannot live Hm 5, 2, 6 (cp. Antiphon Or. 3, 3, 4 σκλ. τοῦ δαίμονος).—DELG s.v. σκέλλομαι. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκληρότης — hardness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτήτων — σκληρότης hardness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότησι — σκληρότης hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότησιν — σκληρότης hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητα — σκληρότης hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητας — σκληρότης hardness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητες — σκληρότης hardness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητι — σκληρότης hardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητος — σκληρότης hardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • ожещениѥ — ОЖЕЩЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. ожестити: ѥгда како вскочить нѣкто въ градъ д҃шь наши(х). ˫ако навѣтникъ и чюжии. ѥже ѥ||сть гордыи. и в помыслѣ(х) не милу˫а… ли на ѹстремлени˫а попирани˫а и погублени˫а. ли ожещениѥ невспрѧновени˫а. ли въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”